ΕΞΗΡΕΥΞΑΤΟ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΛΟΓΟΝ ΑΓΑΘΟΝ: Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου «... δεν είμαι άξιος ...» Κύριο

ΕΞΗΡΕΥΞΑΤΟ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΛΟΓΟΝ ΑΓΑΘΟΝ: Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου «... δεν είμαι άξιος ...»

Αγαπητοί μου αδελφοί,

την περασμένη Κυριακή, ακούσαμε στο Αποστολικό Ανάγνωσμα, τον Απόστολο Παύλο, να απευθύνετε στους Χριστιανούς της Κορίνθου, μέσα από το κείμενο της δεύτερης επιστολής του σε αυτούς. Ας ξαναδιαβάσουμε όμως το ιερό κείμενο στην δική μας καθημερινή γλώσσα, πριν κάνουμε μια προσπάθεια να εμβαθύνουμε στα νοήματά του -κατά το δυνατόν- ώστε να ωφεληθούμε κι εμείς πνευματικά.  

Γράφει λοιπόν ο Απόστολος Παύλος: «Αδελφοί μου, σας θυμίζω το χαρμόσυνο μήνυμα που σας ανέφερα με το κήρυγμά μου. Αυτό το μήνυμα το δεχτήκατε, σ’ αυτό παραμείνατε σταθεροί, μ’ αυτό και σώζεστε, αν βέβαια μείνετε προσκολλημένοι σ’ αυτό, με το νόημα που σας το κήρυξα· εκτός εάν μάταια πιστέψατε. Σας παρέδωσα τη διδασκαλία που είχα κι εγώ παραλάβει και που έχει πρωταρχική σημασία: ότι δηλαδή ο Χριστός πέθανε, σύμφωνα με τις Γραφές, για τις αμαρτίες μας· ότι ενταφιάστηκε και ότι, σύμφωνα πάλι με τις Γραφές αναστήθηκε την τρίτη ημέρα και ότι εμφανίστηκε στον Πέτρο, έπειτα στους Δώδεκα. Έπειτα εμφανίστηκε σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς συγχρόνως, από τους οποίους μερικοί πέθαναν, οι περισσότεροι όμως είναι ακόμα στη ζωή.

Έπειτα εμφανίστηκε στον Ιάκωβο, έπειτα σε όλους τους αποστόλους. Τελευταία από όλους, εμφανίστηκε και σ’ εμένα σαν σε έκτρωμα. Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους· εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού. Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα· κι αυτή η χάρη προς εμένα δεν υπήρξε άκαρπη: εργάστηκα περισσότερο απ’ όλους τους αποστόλους, όχι βέβαια εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που με συνοδεύει. Είτε εγώ, λοιπόν, είτε εκείνοι, αυτά κηρύττουμε και αυτά πιστέψατε». (Α΄ Κορινθίους, κεφάλαιο ια΄, στίχοι 1-11)

Μεγάλο σκανδαλισμό δοκίμασαν οι Χριστιανοί της Κορίνθου, με τον Απόστολο Παύλο. Της πόλης στην οποία ο ίδιος είχε μεταφέρει «το χαρμόσυνο μήνυμα» του Ευαγγελίου του Χριστού· της πόλης στην οποία εργάστηκε στη σπορά του λόγου του Θεού, όσο σε καμία άλλη· της πόλης στην οποία κήρυξε, βάπτισε, δίδαξε, στήριξε, παρηγόρησε, ενδυνάμωσε, θεράπευσε, πένθησε, χάρηκε, πόνεσε με τους Χριστιανούς της, τα δικά του πνευματικά του παιδιά, όσο σε καμία άλλη στις οποίες επισκέφθηκε στις μεγάλες και επίπονες αποστολικές του περιοδείες. Και ήταν αυτά τα πνευματικά του παιδιά που φθόνησε τόσο πολύ για την προκοπή τους ο διάβολος, που έστειλε ανάμεσά τους «λύκους βαρεῖς ... μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. κ΄ 29), για να σπείρουν την αμφισβήτηση στο πρόσωπό του, στην ιδιότητά του ως Αποστόλου του Χριστού και τελικά στο αποστολικό του έργο, καρποί του οποίου υπήρξαν. Και δυστυχώς δεν ήταν λίγοι αυτοί που έπεσαν στην παγίδα του. Σκανδαλίστηκαν με το πρόσωπο του Αγίου, αμφισβήτησαν την αποστολική του υπόσταση, κατακρημνίστηκε στη συνείδησή τους το έργο του και ουσιαστικά αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας, κι αν ακόμα κάποιοι από αυτούς παρίσταντο σωματικά.

Η απάντηση του Αποστόλου Παύλου στο δριμύ αλλά καταφανώς άδικο κατηγορητήριο, ήταν αποστομωτική: «...εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού». Ο κατασυκοφαντημένος Απόστολος, δεν μπαίνει στον κόπο να ανατρέψει τις κατηγορίες, γιατί ξέρει πως αυτές είναι έργο του μισόκαλου διαβόλου που αντιτείθετε στη σωτηρία που προσφέρει το Ευαγγέλιο του Χριστού, σε όσους το δέχτηκαν και παραμένουν πιστοί σε αυτό. Δεν υπερασπίζεται την αποστολικότητά του, γιατί γνωρίζει πρώτος αυτός πως: «Με τη χάρη όμως του Θεού έγινα αυτό που έγινα». Δεν υπενθυμίζει την προσφορά του στους Χριστιανούς, γιατί ξέρει πως αυτή κατέστη καρποφόρος από τη «συνοδεία» της Χάριτος του Θεού. Δεν γογγύζει κατά των επικριτών του, ούτε τους απαντά με ανάλογες κατηγορίες ή οργή, αλλά ταπεινά παραδέχεται και ομολογεί: «...εγώ δεν είμαι άξιος ούτε να ονομάζομαι απόστολος, γιατί καταδίωξα την εκκλησία του Θεού».

Και είναι όντως αποστομωτική η απάντηση γιατί απλά είναι ταπεινή κι έτσι δεν δίνει αφορμή για περαιτέρω συνέχιση της αντιπαράθεσης, σε μια ατέρμονη προσπάθεια απόδειξης του «ποιος έχει δίκιο». Είναι ταπεινή, γιατί εδράζεται πάνω στην ειλικρινή συναίσθηση της προσωπικής του θέσης απέναντι στον Θεό και τους συνανθρώπους του: «Τελευταία από όλους, εμφανίστηκε και σ’ εμένα σαν σε έκτρωμα. Γιατί εγώ πραγματικά είμαι ο τελευταίος ανάμεσα σε όλους τους αποστόλους». Κι αυτό γιατί δεν ξεχνά ποτέ τις παλαιές του πράξεις, όταν φανατικά και ανεπίγνωστα «καταδίωκε την εκκλησία του Θεού». Ο Παύλος, σαν γνήσια ταπεινός άνθρωπος, δεν προσέφερε «συγχωροχάρτι» στον εαυτό του -άμα τη αναβίβασή του στο Αποστολικό αξίωμα από τον ίδιο τον Χριστό- δεν έκρυψε τα λάθη του πίσω από το μεγαλείο και την αυθεντία του αξιώματος αυτού.

Ο ταπεινός Παύλος, βιώνει τη ρήση εκείνη του ψαλμωδού: «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντὸς» (ψαλμός 50ος), ως βάση και προϋπόθεση της υγιούς και αληθινής μετανοίας, η οποία δεν απελπίζει, δεν αδρανοποιεί, αλλά ωθεί τον μετανοημένο άνθρωπο σε έργα ανάλογα της μετανοίας του. Η ενθύμιση της αμαρτωλότητας προσδένει τον αγωνιζόμενο Χριστιανό στο ουρανόδρομο άρμα της ταπείνωσης, μια που αυτή αποτελεί τη βάση και το θεμέλιο πάνω στο οποίο οφείλει να κτίσει το πνευματικό οικοδόμημα της ψυχή του και να προκόψει στην εν Χριστώ ζωή.

Η ταπείνωση λοιπόν, αυτή θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο από τον καθένα μας, τουλάχιστον όσων θέλουμε να λέμε και να πιστεύουμε πως επιθυμούμε τη σωτηρία της ψυχής μας και ποθούμε την κληρονομία της Βασιλείας του Θεού. Γιατί ισχύει πραγματικά η διαβεβαίωση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όταν την βροντοφώναξε στην «επί του όρους» ομιλία Του: «Μακάριοι είναι οι ταπεινοί, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών» (Ματθαίου ε΄, 3). Γι’ αυτήν την ταπείνωση και πως θα την αποκτήσουμε, έχουν δίκαια χυθεί ποταμοί μελάνης, έχουν εκφωνηθεί μυριάδες ομιλίες και λόγοι, για να φανεί έτσι πόσο πολύ διψά γι’ αυτήν ο υπερήφανος κόσμος μας.

Ας αφιερώσουμε κι εμείς κλείνοντας μερικά λόγια γι’ αυτήν, δανεισμένα από τους λόγους του μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού: «Τι είναι ταπείνωση; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι υπεράνω των ανθρώπινων μέτρων και κανόνων. Η ταπείνωση δεν είναι απλά μια αρετή ή καλοσύνη, που ανήκει στα ανθρώπινα μέτρα και κατορθώματα. Είναι υπερφυσικό πράγμα και νόημα, που μόνο ο φωτισμός και η έλλαμψη της θείας Χάριτος μπορεί να περιγράψει.

Η ταπείνωση είναι εικόνα και μορφή των θείων ιδιοτήτων. Δίκαια ονομάστηκε, από όσους έφτασαν στη θέωση, θείο ένδυμα και «στολή της θεότητος». Θεωρείται η βάση της «ακινησίας» προς τα πάθη, η σφραγίδα του τέλειου, η θέση του αμετάβλητου και πολλά άλλα, που ανήκουν στη θεία παντελειότητα. Σε όσα η θεία μεγαλοπρέπεια εκδηλώνεται, δεν απουσιάζει η ευωδία της ταπεινώσεως και δικαίως ειπώθηκε ότι «ο Θεός δίδει τη χάρη του στους ταπεινούς» (Ιακώβου δ΄, 6).

Η συντριβή της ανθρώπινης φύσεως προήλθε από την είσοδο της κατάρας του εγωισμού, της λέπρας του υψηλού φρονήματος, της αρρώστιας και του θανάτου του σατανά. Κάθε πτώση ή αποτυχία έχει αρχή και ρίζα την απώλεια του ταπεινού φρονήματος. Η ιδιοτέλεια, η ιδιορρυθμία, η αυταρέσκεια, η ανεξαρτησία, η απείθεια, ο αναρχισμός και τα παρόμοια του εγωκεντρισμού είναι η ανατροπή του ταπεινού φρονήματος στο οποίο βρίσκεται η θέση του Θεού και του θείου θελήματος.

Σε όλες τις παντοκρατορικές θείες ιδιότητες συνυπάρχει και συμπορεύεται η ταπεινή μορφή και επισφραγίζεται ο νόμος και ο λόγος της ακινησίας και πληρότητας του θείου θελήματος και της πανσωστικής πρόνοιας. Απόδειξη της πληρότητας αυτής της θεοειδούς μορφής είναι αυτό, που και ο Ίδιος αποκάλυψε, ότι είναι Θεός «ταπεινός τη καρδία» και όχι μόνο εξωτερικά. Αν ο Θεός αποκαλύπτει ότι στη φύση του είναι ταπεινός, δεν μένει πλέον κανένα ερωτηματικό γιατί η ταπείνωση επιβάλλεται για την ίαση και ισορροπία της παγκόσμιας διαστροφής. Όσοι, κατά τη γνώμη μου, αισθάνονται την αδυναμία και αποτυχία τους, ας καταφεύγουν γρήγορα στο ταπεινό φρόνημα και την πράξη για την επανάκτηση των όσων χάσαμε και ας μην πελαγοδρομούν σε αφηρημένες και σατανικές ιδεολογίες, που γεννούν το θάνατο.

Τα εκατομμύρια των αθλητών του αιματηρού και του αναίμακτου μαρτυρίου, στην εκκλησιαστική μας ιστορία, διέπρεψαν με την ταπείνωση, αντιγράφοντας τον γλυκύτατο Σωτήρα μας. Όσοι θέλουν να επιστρέφουν στην ουράνια πόλη, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός, ας αγκαλιάσουν σταθερά τη μακάρια ταπεινοφροσύνη, που μπορεί να τους μεταμορφώσει και να τους αναδείξει κληρονόμους της αιωνιότητας». Αμήν.

Με αγάπη Χριστού.

«ο γραφέας»

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας