Με το νέο νομικό πλαίσιο που ψηφίστηκε στη Βουλή διευρύνονται τα πειθαρχικά παραπτώματα και οι ποινές, ενώ επέρχονται αλλαγές στην πειθαρχική διαδικασία
Θα απολύονται από το Δημόσιο όσοι αρνούνται την αξιολόγηση για δύο συνεχόμενα χρόνια ενώ θα θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα η άρνηση υπαλλήλου να συμμετάσχει στην αξιολόγηση είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος στη στοχοθεσία, τις μετρήσεις, το οποίο τιμωρείται με πρόστιμο ίσο με τις αποδοχές δύο μηνών.
Με το νέο νομικό πλαίσιο που ψηφίστηκε στη Βουλή διευρύνονται τα πειθαρχικά παραπτώματα και οι ποινές, ενώ επέρχονται αλλαγές στην πειθαρχική διαδικασία καθώς καταργούνται τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα και αντικαθίστανται με νέο σώμα εξέτασης των πειθαρχικών παραβάσεων στο οποίο δεν θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων.
Απόλυση
Πειθαρχικό παράπτωμα θεωρείται η άρνηση υπαλλήλου να συμμετάσχει στην αξιολόγηση είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος στη στοχοθεσία, τις μετρήσεις, το οποίο τιμωρείται με πρόστιμο ίσο με τις αποδοχές δύο μηνών, ενώ η ποινή της οριστικής παύσης (απόλυση) προβλέπεται εάν αποφύγει την αξιολόγηση για δύο συνεχόμενες χρονιές.
Προβλέπεται επίσης ότι από την άσκηση ποινικής δίωξης για οποιοδήποτε κακούργημα ο υπάλληλος τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία, πρόβλεψη που σήμερα ισχύει μόνο σε σχέση με τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Ακόμα, η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας υπαλλήλου, για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, αποτελεί λόγο για τη θέση του σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας.
Όσοι απολύθηκαν από το Δημόσιο με την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με υπαιτιότητά τους, μπορούν να διοριστούν εκ νέου μετά από 10 έτη αντί για 5 που ισχύει σήμερα.
Επίσης, το προσωρινό κώλυμα εκ νέου διορισμού καταλαμβάνει και όσους υπαλλήλους απώλεσαν την υπαλληλική τους ιδιότητα (π.χ. με παραίτηση) και ακολούθως τους επιβλήθηκε αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης λόγω συνέχισης της πειθαρχικής διαδικασίας μετά τη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης.
Πειθαρχικές ποινές
Προστίθενται νέες πειθαρχικές ποινές που να επιβάλλονται σε ορισμένα πειθαρχικά παραπτώματα: Αυτά είναι η στέρηση του δικαιώματος χορήγησης μισθολογικού κλιμακίου από ένα έως πέντε έτη, η αφαίρεση έως τεσσάρων μισθολογικών κλιμακίων και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου κατ’ αναπλήρωση ή με ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα έως πέντε έτη.
Πέραν των πειθαρχικών ποινών προβλέπεται για ορισμένες περιπτώσεις η επιβολή επιπλέον διοικητικής κύρωσης που κυμαίνεται από 3.000 έως 100.000 ευρώ.
Για πρώτη φορά εισάγεται στο πειθαρχικό δίκαιο του Δημοσίου η λεγόμενη «πειθαρχική συνδιαλλαγή» που μπορεί να ζητήσει ο ελεγχόμενος υπάλληλος για να τύχει υπό προϋποθέσεις ευνοϊκότερη ποινή.
Η δυνατότητα αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί σε περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία δεν επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης και δεν έχει προκληθεί οικονομική ζημιά είτε η προκληθείσα ζημία έχει αποκατασταθεί πλήρως από τον υπάλληλο.
Οι διατάξεις του νέου πειθαρχικού, που εισήγαγε ο υπουργός Εσωτερικών Θοδωρής Λιβάνιος, αφορούν στους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού, καθώς και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) και θα ισχύσουν από το νέο έτος.
Στις πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν σε παραπτώματα που τελέστηκαν έως την 31η Δεκεμβρίου 2025 και η πειθαρχική δίωξη ασκείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2026 εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις.
Το νέο πειθαρχικό όργανο
Από το νέο έτος πιάνει δουλειά το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, το οποίο αντικαθιστά τα υφιστάμενα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια και το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.
Το νέο πειθαρχικό όργανο θα αποτελείται από 60 δικαστές, μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, για τους οποίους η υφυπουργός Εσωτερικών Βιβή Χαραλαμπογιάννη ανέφερε στη Βουλή ότι θα προέλθουν από νέες πρόσθετες προσλήψεις.
Το νέο πειθαρχικό συμβούλιο θα λειτουργεί σε κλιμάκια τριμελούς και πενταμελούς σύνθεσης, ανάλογα με τη βαρύτητα της εξεταζόμενης πειθαρχικής υπόθεσης και σε αυτά δεν θα συμμετέχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων και στελέχη του Δημοσίου.
Μόνη παρουσία συνδικαλιστή είναι να παρουσιαστεί εφόσον το επιθυμεί ο διωκόμενος υπάλληλος πριν την εκδίκαση της υπόθεσης για να εκθέσει απόψεις και να αποχωρήσει πριν την έναρξη της διάσκεψης.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ψηφισθέντος νομοσχεδίου, με τις ρυθμίσεις επιχειρείται η αντιμετώπιση χρόνιων καθυστερήσεων που έχουν παρουσιαστεί στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας στον εν γένει δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τηρούμενα στατιστικά στοιχεία, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2024 περίπου 2.300 πειθαρχικές υποθέσεις εκκρεμούν στα εκατό 100 πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η ολοκλήρωση των διαδικασιών μπορεί να πλησιάσει ή ακόμα και να ξεπεράσει τα πέντε έτη.
Ειδικότερα, ο βασικός λόγος των καθυστερήσεων εντοπίζεται στον τρόπο συγκρότησης των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων, στα οποία προεδρεύουν δικαστές ή εισαγγελείς, των οποίων η συμμετοχή σε πειθαρχικά όργανα δεν αποτελεί βασικό και κύριο, αλλά παράλληλο καθήκον.
Τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα καταργούνται από τις αρχές του 2027 και υποχρεούνται να ολοκληρώσουν το αργότερο έως τα τέλη του 2026 την εξέταση των υποθέσεων που εκκρεμούν σε αυτά μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2025.
Το νέο νομοσχέδιο τα αλλάζει όλα στην αποζημίωση εργαζόμενων, μειώνει τη δοκιμαστική περίοδο στην εργασία και αυξάνει τις αποζημιώσεις σε περίπτωση απολύσεων.
Σημαντικές αλλαγές επέρχονται στην αποζημίωση όσων προσλαμβάνονται με συμβάσεις αορίστου χρόνου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας που ενσωματώνει την κοινοτική οδηγία 2019/1152 της 20ής Ιουνίου 2019 στην εθνική νομοθεσία.
Ειδικότερα στο σχέδιο νόμου σύμφωνα με πληροφορίες ορίζεται ότι η δοκιμαστική περίοδος στην εργασία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους 6 μήνες από 12 μήνες που είναι σήμερα. Σύμφωνα με τους νομικούς αυτό σημαίνει ότι μειώνεται και ο χρόνος που ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση απόλυσης.
Συγκεκριμένα σήμερα που η δοκιμαστική περίοδος είναι 12 μήνες ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση το χρονικό διάστημα μετά τους 12 μήνες. Με το νέο καθεστώς η δοκιμαστική περίοδος θα μειωθεί στους 6 μήνες και ο εργαζόμενος θα δικαιούται αποζημίωση μετά τους 6 μήνες. Αυτό σημαίνει ότι θα αλλάξει γενικότερα ο χρόνος που θα καταβάλλεται η αποζημίωση απόλυσης καθώς σήμερα ισχύουν τα εξής:
1 έτος συμπλ. έως 2 έτη - αποζημίωση 1 μηνός
2 έτη συμπλ. έως 4 έτη- 2 μηνών
4 έτη συμπλ.έως 5 έτη- 3 μηνών
5 έτη συμπλ.έως 6 έτη- 3 μηνών
6 έτη συμπλ.έως 8 έτη- 4 μηνών
8 έτη συμπλ έως 10 έτη- 5 μηνών
10 έτη συμπληρωμένα- 6 μηνών
11 έτη συμπληρωμένα- 7 μηνών
12 έτη συμπληρωμένα- 8 μηνών
13 έτη συμπληρωμένα- 9 μηνών
14 έτη συμπληρωμένα- αποζημίωση 10 μηνών
15 έτη συμπληρωμένα- 11 μηνών
16 έτη συμπληρωμένα και άνω- 12 μηνών
Σήμερα η απόλυση των υπαλλήλων μπορεί να γίνει είτε με προειδοποίηση είτε αμέσως χωρίς προειδοποίηση. Έγκυρη καθίσταται και στις δύο περιπτώσεις εφόσον μαζί με το έγγραφο κοινοποίησης της καταγγελίας καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση.
Εάν η καταγγελία γίνει χωρίς προειδοποίηση ο απολυόμενος δικαιούται αποζημίωση τόσων μηνιαίων μισθών, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Εάν η καταγγελία γίνει έπειτα από προειδοποίηση δικαιούται τη μισή από την παραπάνω αποζημίωση. Ο χρόνος προειδοποίησης είναι τόσοι μήνες, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη.
Εάν η απόλυση γίνει πριν ο μισθωτός κλείσει 1 έτος υπηρεσίας, δεν οφείλεται αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως.
Παράλληλα στο νέο σχέδιο νόμου προβλέπεται οτι απαγορεύεται η απόλυση ή οποιοδήποτε ισοδύναμό της και κάθε προκαταρκτική ενέργεια για την απόλυση εργαζομένων, επειδή άσκησαν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Οι εργαζόμενοι που θεωρούν ότι έχουν απολυθεί ή έχουν υποβληθεί σε μέτρα με ισοδύναμο αποτέλεσμα για τον λόγο ότι έχουν ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία μπορούν να ζητούν από τον εργοδότη να τους γνωστοποιήσει τους λόγους της απόλυσης ή του ισοδυνάμου της, δεόντως τεκμηριωμένους. Ο εργοδότης γνωστοποιεί τους λόγους γραπτώς.
Η ΕΛΜΕ Ημαθίας καταγγέλλει την απαράδεκτη και εκδικητική απόλυση εργαζόμενης στο Νοσοκομείο Νάουσας.
Η εργαζόμενη εργαζόταν στο τομέα της σίτισης. Ήταν συνδικαλίστρια και υποψήφια για τις εκλογές του σωματείου της.
Απαιτούμε από την εργολαβική εταιρεία Ηπειρωτική facilities services στην οποία εργαζόταν, αλλά και από τη διοίκηση του νοσοκομείου την άμεση ακύρωση της απόλυσης της συναδέλφισσας.
Η απόλυση αυτή έχει σαν στόχο να φοβίσει κάθε εργαζόμενο/η ώστε να μην συμμετέχει στη συλλογική και αγωνιστική δράση των σωματείων. Να είναι απόλυτα υποτακτικοί στις απαιτήσεις της εκάστοτε εργοδοσίας.
Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΕ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ
Η πρώτη απόλυση εργαζομένου που αρνήθηκε να υποβληθεί σε εμβολιασμό κατά τoυ κορονοϊού είναι γεγονός. Σύμφωνα με το δικηγορικό γραφείο του Γιάννη Καρούζου, που ανέλαβε τον χειρισμό της πρώτης απόλυσης εργαζόμενου επειδή αρνήθηκε -για δικούς του προσωπικούς λόγους- να εμβολιαστεί, πρόκειται για έναν φυσιοθεραπευτή, απασχολούμενο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου στο γηροκομείο Παναγία η Καθολική, Γαστούνης, υπαγόμενο στην Ιερά Μητρόπολης Ηλείας.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει για το περιστατικό o κ. Καρούζος: «Eξαναγκάστηκε στη λήψη 15 ημερών άδειας- απουσίας από την εργασία του. Σημειώνω ότι, η άδεια αυτή αφαιρέθηκε από τις ημέρες της άδειας αναψυχής του, και του επιβλήθηκε. Ταυτόχρονα, και ενώ ευρισκόταν στην εν λόγω άδεια, του ανακοινώθηκε η απόλυσή του, η οποία και του κοινοποιήθηκε σήμερα (09/03), όταν και επέστρεψε στην εργασία του.
Η επίμαχη καταγγελία της σύμβασής του είναι πρόδηλα άκυρη και παράνομη. Ανεξαρτήτως της αναγκαιότητας, κυρίως ηθικής, οι εργαζόμενοι, που παρέχουν υπηρεσία έναντι ευπαθών ομάδων (ηλικιωμένοι, ασθενείς κ.τ.λ.) να εμβολιάζονται και να συμμετέχουν θετικά στο υπό εξέλιξη πρόγραμμα εμβολιασμού για τη νόσο covid-19, η διενέργεια του σχετικού εμβολιασμού δεν είναι υποχρεωτική νομοθετικά».
Τι ισχύει στην περίπτωση απόλυσης λόγω άρνησης εμβολιασμού
Το δικηγορικό γραφείο του Γιάννη Καρούζου αναφέρει τι ισχύει στην περίπτωση απόλυσης λόγω άρνησης εμβολιασμού. «Εφόσον δεν έχει νομοθετηθεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του εμβολιασμού κατά της μετάδοσης του COVID-19, δεν μπορεί η άρνηση του εργαζόμενου, οποιασδήποτε ειδικότητας και κατηγορίας να καταλήγει αυτόματα στην απόλυσή του και μάλιστα, κατόπιν εκδικητικής, προειδοποιητικής, εξαναγκαστικής λήψης άδειας αναψυχής, χωρίς τη συναίνεση του εργαζόμενου. Ο εργαζόμενος που δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα αρνείται τον εμβολιασμό, π.χ. επειδή ανήκει σε μία ευπαθή ομάδα, ή για δικούς ψυχολογικούς ή συνειδησιακούς λόγους, δεν μπορεί να τιμωρείται από τον εργοδότη του με την εσχάτη του μέτρων, δηλαδή την απόλυση.
Αν με αυτό τον τρόπο ξεκινήσει η πρακτική των εργοδοτών, προφανώς θα οδηγηθούμε σε καταστάσεις εργασιακής ζούγκλας. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να προταθεί από τον εργοδότη η αλλαγή καθηκόντων του εργαζόμενου, η τοποθέτηση του σε θέση μη επαφής με το κοινό ή ακόμα και η θέση σε αναστολή – διαθεσιμότητα του εργαζόμενου από την εργασιακή του σύμβαση, χωρίς την πλήρη καταβολή του μισθού του. Έστω αυτό».
Και καταλήγει μεταξύ άλλων: «Να επισημανθεί ότι το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα
ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται».
ethnos.gr