Το 75% έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης, οι μισοί καταναλωτές αναβάλουν εργασίες επισκευής σπιτιών και αυτοκινήτων – Βάζουν χέρι και στις αποταμιεύσεις

 

 

Η ακρίβεια έχει αλλάξει άρδην τις καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών, που κόβουν από παντού και βάζουν χέρι ακόμη και στις αποταμιεύσεις τους, για να τα βγάλουν πέρα και να καλύψουν βασικές δαπάνες.

 

 

Η έρευνα του Ινστιτούτου Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγάθων (ΙΕΛΚΑ) είναι αποκαλυπτική για την επίδραση της ακρίβειας και των ανατιμήσεων στις καταναλωτικές συνήθειες στην Ελλάδα. Ξεκάθαρη είναι η τάση των καταναλωτών για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών και δευτερευόντως διαχείρισης χρημάτων.

 

 

Συγκεκριμένα το 75% (έναντι 71% τον Ιανουάριο 2023) του κοινού δηλώνει ότι έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.α. Το 52% (έναντι 50% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο. Το 55% (έναντι 55% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου. Το 48% (έναντι 40% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει αλλάξει μάρκα-επωνυμία προϊόντος.

 

 

Για να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους, λόγω και της ακρίβειας, οι καταναλωτές βάζουν χέρι και στα έτοιμα. Το 28% (έναντι 24% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του. Επίσης το 28% (έναντι 29% τον Ιανουάριο) έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων το, ενώ το 15% (έναντι 11% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει αυξήσει τον χρόνο εργασίας ή έχει βρει δεύτερη εργασία προκειμένου να αυξήσει το εισόδημα του.

 

 

Μόλις 4% του κοινού δηλώνουν ότι δεν έχουν λάβει κανένα απολύτως μέτρο για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.

 

 

Οι καταναλωτές ζητούν μείωση του ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα

 

 

Όσον αφορά τα μέτρα της πολιτείας για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του, το καλάθι του νοικοκυριού παρουσιάζει θετική εικόνα. Έχει αυξηθεί η χρήση του από το καταναλωτικό κοινό, από 28% σε 61%, ενώ το κοινό που θεωρεί ότι δεν προσφέρει τίποτα έχει μειωθεί από 44% σε 29%.

 

Σύμφωνα με την έρευνα, το καλάθι του νοικοκυριού καταλαμβάνει την τελευταία θέση, σε σχέση με τα μέτρα που θεωρούν οι ίδιοι οι καταναλωτές ότι θα τους βοηθούσαν στην αντιμετώπιση της ακρίβειας με μόλις 3%. Το κύριο μέτρο που επιθυμούν οι καταναλωτές, είναι με διαφορά η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα σε ποσοστό 81%, ακολουθούν τα προϊόντα με μόνιμη δέσμευση τιμής με 10% και το market pass με 6%

 

Σημειώνεται ότι ποσοστό 49% των στελεχών της αγοράς (κυλιόμενη έρευνα στελεχών ΙΕΛΚΑ) θεωρούν ότι το καλάθι του νοικοκυριού δεν είναι ένα επιτυχημένο μέτρο, ενώ το 24% θεωρεί ότι είναι ένα επιτυχημένο μέτρο. Σε ένα μεγάλο βαθμό, αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται στο υψηλό διαχειριστικό κόστος που έχει το συγκεκριμένο μέτρο από την πλευρά των επιχειρήσεων, σε σχέση με την ικανοποίηση του αυστηρού νομοθετικού πλαισίου, την αποτελεσματική διαπραγμάτευση με τις προμηθευτικές εταιρείες, την πολυπλοκότητας στη διαχείριση των αποθεμάτων, του ραφιού, τη σήμανση στα ράφια κ.α..

Η ΕΛΣΤΑΤ αποκαλύπτει πως εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες αδυνατούν να πληρώνουν έγκαιρα λογαριασμούς ή να διατρέφονται σωστά.

 

Σε κίνδυνο φτώχειας βρίσκονται περισσότερα από 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ελλάδα, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες αδυνατούν να πληρώνουν έγκαιρα λογαριασμούς ή να διατρέφονται σωστά.

 

Ανησυχητικά στοιχεία προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών που διενήργησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή τος 2022, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2021.

 

Οπως διαπιστώνεται στην Έρευνα, σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμού βρίσκονται 1 στους 4 Ελληνες, περίπου 2.722.000 άτομα, που αντιστοιχούν στο 26,3% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το μόνο θετικό είναι ότι το ποσοστό μειώθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021, που ήταν 28,3).

 

Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν έως το 2020, η κατάσταση είναι χειρότερη: Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται το 29,1% του πληθυσμού (3.006.300 άτομα)

 

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%). Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 10,9% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021.

 

Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 9,9% και για τις γυναίκες σε 12%.

 

Το όριο της φτώχειας προσδιορίζεται σε ετήσιο εισόδημα 5.712 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.995 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. "Κατώφλι" αποτελεί το 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 9.520 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.563 ευρώ.

 

Πέρυσι το 18,8% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, έχοντας εισοδήματα μικρότερα από τα προαναφερόμενα όρια.

 

Ο δείκτης αυτός, που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%. Αρχισε να μειώνεται από το έτος 2014, με εξαίρεση το 2021.


Μικρή η επίδραση των επιδομάτων

 

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας.

 

Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα), για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,4%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (23,7%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,9%.

 

Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:

 

6,7%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
11,9%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και
26,2%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.

 

Σε πέντε (5) Περιφέρειες (Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας, ενώ σε οκτώ Περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας, ενώ τα χαμηλότερα εντοπίζονται σε Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία.
Δεν μπορούν ούτε τα απαραίτητα

 

Επίσης από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι:

 

Δυσκολίες στην πληρωμή ενοικίου, δόσης δανείου, πάγιων λογαριασμών και καταναλωτικών δανείων αντιμετωπίζει το 29,1% των νοικοκυριών.
Οικονομική αδυναμία για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών, δηλώνει το 48,7% των νοικοκυριών.
Οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, δηλώνει το 10% των νοικοκυριών.
Οικονομική αδυναμία για αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών δηλώνει το 43,6% των νοικοκυριών.
Οικονομική αδυναμία για αντικατάσταση επίπλων όταν αυτά φθείρονται ή καταστρέφονται δηλώνει το 53,7% των νοικοκυριών.
Οικονομική αδυναμία για συνάντηση με φίλους/συγγενείς για έναν καφέ/ποτό/γεύμα στο σπίτι τουλάχιστον μια φορά το μήνα δηλώνει το 11,7%.
Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι δηλώνει το 18,7% των νοικοκυριών.
Οικονομική αδυναμία να ξοδεύει χρήματα, σχεδόν κάθε εβδομάδα, για τον εαυτό του, δηλώνει το 34,9% των νοικοκυριών.

Πολύ πιο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο βρίσκεται η Ελλάδα.

 

Aυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και εξαιτίας των χαμηλών εισοδημάτων του, στερείται βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Το 28,3% του πληθυσμού, ήτοι περίπου 3 εκατομμύρια άτομα, βρέθηκε στο όριο της φτώχειας το 2021, ποσοστό αυξημένο κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020 (27,4%).

 

Είναι, μάλιστα, η πρώτη χρονιά μετά το 2015-εν μέσω δηλαδή μνημονίων- που ο συγκεκριμένος «δείκτης» καταγράφει αύξηση.

Τα στοιχεία που προέρχονται από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ και δημοσιεύονται στην πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, είναι αποκαλυπτικά.

Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (28,3% με βάση τον αναθεωρημένο ορισμό στην Ελλάδα έναντι 22,0% στην Ευρωζώνη το 2021) και αυξάνεται το 2021 συγκρινόμενο με το 2020 (κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, από 28,9% το 2020 σε 29,5% το 2021 με βάση τον παλαιό ορισμό, ή κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες από 27,4% σε 28,3% με βάση τον νέο ορισμό).

 

Η αύξηση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και στην κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας (από 17,7% το 2020 σε 19,6% το 2021)

 

Εξόχως σημαντικό στοιχείο που καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος είναι το εξής: το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών, 28,3%, προκύπτει μετά τις χορηγήσεις των κοινωνικών επιδομάτων, ενώ χωρίς τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα εκτινάσσεται στο 48,2%!

 

Τον χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα) αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι με 13,5% (13,0% για την ηλικιακή ομάδα 65+ το 2020) και τον υψηλότερο τα παιδιά με 23,7% (20,9% στις ηλικίες 0-17 το 2020), ενώ για την ηλικιακή ομάδα 18-64 το ποσοστό φτώχειας είναι 20,6% (18,4% το 2020).

 

 

Πώς καθορίζεται ο δείκτης φτώχειας

 

Ο δείκτης κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι σύνθετος δείκτης που περιλαμβάνει το σύνολο των ατόμων που είτε βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας (ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του εθνικού διάμεσου) είτε αντιμετωπίζουν δριμεία υλική στέρηση, είτε διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας (τα ενήλικα μέλη εργάζονται έως 20% του συνολικού δυνητικού χρόνου εργασίας).

 

Σημειώνεται ότι τα στοιχεία αυτά βασίζονται στον αναθεωρημένο ορισμό για το Δείκτη Φτώχειας του πληθυσμού.

 

Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης φτώχειας είναι σχετικός δείκτης και υπολογίζεται ως προς το 60% του διάμεσου ισοδύναμου συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού, όπως αυτό προσδιορίζεται από την κλίμακα του ΟΟΣΑ λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των ενήλικων και ανήλικων μελών κάθε νοικοκυριού. Το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα για το 2021 (εισοδήματα του 2020) εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ (17.263 ευρώ το 2020), ενώ το διάμεσο συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ (8.781 ευρώ το 2020), επομένως, το κατώφλι της φτώχειας είναι 5.251 (5.269 ευρώ το 2020) ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 11.028 ευρώ (11.064 ευρώ το 2020) για νοικοκυριά με 2 ενήλικες και 2 εξαρτώμενα ανήλικα παιδιά.

 

Ο δείκτης υλικής και κοινωνικής στέρησης υπολογίζεται, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό στο πλαίσιο του προγράμματος “Ευρώπη 2030”, ως το ποσοστό ατόμων με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις, μετρώντας το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 τυποποιημένων αγαθών και υπηρεσιών (Σύμφωνα με τον μέχρι τώρα χρησιμοποιούμενο ορισμό του προγράμματος “Ευρώπη 2020” ο δείκτης μετρούσε το ποσοστό του πληθυσμού που στερούνταν τουλάχιστον 4 από 9 αγαθά και υπηρεσίες.).

 

Οι 13 τυποποιημένες υπηρεσίες και αγαθά είναι:

 

πληρωμή πάγιων λογαριασμών όπως ενοίκιο, δόση δανείου ή λογαριασμοί ρεύματος/νερού κ.λπ.,


πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών,


διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας,


αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά αναγκαίων δαπανών,


δυνατότητα να διαθέτουν ΙΧ αυτοκίνητο,


δυνατότητα για ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι,


δυνατότητα αντικατάστασης επίπλων που έχουν φθαρεί ή καταστραφεί,


πρόσβαση στο διαδίκτυο,


δυνατότητα αντικατάστασης φθαρμένων ρούχων με καινούρια,


δυνατότητα να έχει δύο ζευγάρια υποδήματα,


δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα κάθε εβδομάδα για τον εαυτό του,


δυνατότητα να συναντιέται με φίλους ή συγγενείς για καφέ/ποτό/γεύμα στο σπίτι τουλάχιστον μια φορά τον μήνα και


δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής με πληρωμή αντιτίμου.

 

Θερίζει η φτώχεια στην Ελλάδα! Κάτω από το όριο ένας στους 2 (pdf)Εχουμε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φτώχεις στην ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία - Τι αποκαλύπτει έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ

 

Αύξηση του ποσοστού της φτώχειας στην Ελλάδα καταγράφει έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με την οποία το 1/3 των Ελλήνων δεν έχει ούτε τα ελάχιστα εισοδήματα προς το ζην.

 

Ειδικότερα, o πληθυσμός της χώρας, που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 29,5% ή σε 3.092.300 άτομα του πληθυσμού της Χώρας, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2020 κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν στο 28,9%.

 

Με την επίδοση αυτή, η Ελλάδα κατατάσσεται στη δεύτερη θέση της ΕΕ, μετά τη Βουλγαρία με το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών, 29,5%, προκύπτει μετά τις χορηγήσεις των κοινωνικών επιδομάτων. Χωρίς τα κοινωνικά επιδόματα, το ποσοστό της φτώχειας στην Ελλάδα εκτινάσσεται στο 48,2%!

 

Η αύξηση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό οφείλεται στην αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας από 17,7% το έτος 2020 σε 19,6% το έτος 2021.

 

Μάλιστα, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω, καθώς το ποσοστό αυξάνεται στο 32,0%.

 

Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 13,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας αύξηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2020. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 12,5% και για τις γυναίκες σε 14,6%.

 

Ποιο είναι το όριο της φτώχειας

 

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.251 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.028 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ.

 

Το έτος 2021 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2020), το 19,6% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας σημειώνοντας αύξηση κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες.

 

Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1% ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014.

 

Νοικοκυριά σε απόγνωση

 

Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 765.372 σε σύνολο 4.108.895 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.054.015 στο σύνολο των 10.498.099 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 23,7% σημειώνοντας άνοδο κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 20,6% (18,4% το 2020) και 13,5% (13,0% το 2020), αντίστοιχα.

Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:

8,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
13,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και,
26,7%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.
Σε τρεις Περιφέρειες της χώρας και συγκεκριμένα σε Αττική, Κρήτη, και Νότιο Αιγαίο καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας ενώ στις υπόλοιπες δέκα Περιφέρειες (Θεσσαλία, Ιόνια Νησιά, Ήπειρος, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα από το μέσο όρο.

 

Από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει επίσης, ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας.

 

Για το έτος 2021, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται σε:

 

25,8% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,
23,1% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και
7,9% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

 


Η Έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ εδώεδώ

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας