Σε περίπτωση αλλαγής επαγγέλματος ισχύει νέα πενταετής απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Υπενθυμίζεται, ότι ο νόμος 3986/2011 προβλέπει πως οι ελεύθεροι επαγγελματίες την πρώτη πενταετία της δραστηριότητάς τους απαλλάσσονται από το τέλος επιτηδεύματος.
Ειδικότερα, το ΣτΕ απασχόλησε περίπτωση δικηγόρου, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 2007 πραγματοποίησε έναρξη εργασιών ως ελεύθερος επαγγελματίας με αντικείμενο την παροχή επιχειρηματικών συμβουλών διαχείρισης και μετά από έξι μήνες έκανε διακοπή εργασιών επιτηδευματία. Στη συνέχεια, το 2015 προέβη σε νέα έναρξη επιτηδεύματος με αντικείμενο τη δικηγορία.
Κατά τα δύο πρώτα έτη της δικηγορίας τού επιβλήθηκε τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ. Για την επιβολή τέλους επιτηδεύματος άσκησε ενδικοφανή προσφυγή στην πράξη προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, η οποία απορρίφθηκε και στη συνέχεια προσέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Το Β' Τμήμα του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Μαίρη Σαρπ και εισηγητής ο πάρεδρος Αντώνιος Φοβάκης) με την υπ' αριθμ. 89/2019 πιλοτική απόφασή του (νόμος 3900/2010) έκρινε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν μεν προβεί, κατά το παρελθόν, σε έναρξη εργασιών, πλην, όμως, σε επάγγελμα διαφορετικό από αυτό που ασκούν τώρα, και στη συνεχεία διέκοψαν την επαγγελματική δραστηριότητά τους, εξαιρούνται επί πενταετία από την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος για την άσκηση του νέου επαγγέλματός τους. Και αυτό ανεξάρτητα εάν ο επαγγελματίας είχε συμπληρώσει πέντε χρόνια άσκηση της αρχικής επαγγελματικής δραστηριότητας.
Τέλος, το ΣτΕ έκρινε ότι σε περίπτωση που γίνει διακοπή τής άσκησης επαγγέλματος πριν τη συμπλήρωση της πενταετίας και στη συνέχεια γίνει νέα έναρξη εργασιών στο ίδιο, όμως, επάγγελμα, ο χρόνος διακοπής δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση της πενταετίας.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών σε σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της προτίμησής τους καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων, παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, και με την ίδια απόφαση κρίθηκε παράλληλα, ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 686/2018 απόφασή της (πρόεδρος, η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Γεώργιος Τσιμέκας), έκρινε ότι η διάκριση που θεσπίζει το άρθρο 34 του νόμου 2009/1992 υπέρ των αθλητών υποψηφίων που έχουν επιτύχει τις προβλεπόμενες από το νόμο διακρίσεις, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη παροχής κινήτρων στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό, για την ανάπτυξη του οποίου οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία κατ’ άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος και είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς θεμιτή εφόσον μάλιστα, με τη διάταξη αυτή δεν θίγεται ο αριθμός των κανονικώς εισακτέων στα τμήματα και τις Σχολές των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.
Παράλληλα, η διάταξη του άρθρου 34 νόμου 2009/1992 αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχομένης εκπαιδεύσεως, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, κατά το μέρος που προβλέπουν: α) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας, β) την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις Ανώτατες Σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο και γ) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε Σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη Σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας είναι αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις αυτές, καθώς υπερακοντίζουν τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό που υπηρετεί η διάταξη (προαγωγή του αθλητισμού) λόγω, αφ’ ενός του επιβαλλόμενου με αυτές σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές και, αφ’ ετέρου, της σημαντικής υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης την οποία συνεπάγονται.
Συνεπώς, κατέληξε η Ολομέλεια του ΣτΕ, «επίμαχη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος, κατά το μέρος που οι εν λόγω ρυθμίσεις υπερβαίνουν, κατά τα ανωτέρω, τα ακραία όρια πέραν των οποίων το παρεχόμενο από τη διάταξη αυτή προνόμιο εμφανίζεται δικαιολογημένο και επιτρεπτό συνταγματικώς».
Μειοψηφία 8 συμβούλων εκφράζει ακόμη την άποψη ότι η καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών είναι ανεκτή μόνο σε Τμήματα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (ΤΕΦΑΑ), όχι όμως στα ΑΕΙ και ΤΕΙ στα οποία «παρέχεται εκπαίδευση σε επιστημονικούς τομείς όπου η ιδιότητα του υποψηφίου ως αθλητή δεν ασκεί επίδραση».
Κατά τα άλλα η μειοψηφία των οκτώ επισημαίνει η επίμαχη διάταξη του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, κατά το μέρος που θεσπίζει το ανωτέρω ευεργέτημα υπέρ των υποψηφίων αθλητών προς εισαγωγή στα λοιπά, πλην ΤΕΦΑΑ, Τμήματα και Σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας προσκρούει αφ’ ενός μεν στην αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), αφ’ ετέρου δε στις απορρέουσες από το Σύνταγμα (άρθρο 5) αρχές της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας εκάστου κατά λόγο της προσωπικής του αξίας και στο άρθρο 16 του Συντάγματος και επιπρόσθετα είναι αντισυνταγματική κατά το μέρος που προβλέπει την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις ανώτατες σχολές στο ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων.
Ακόμη, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις (των άρθρων 4 και 42 του ν. 4186/2013, 2 του ν. 2525/1997 και της ΥΑ Φ 253.1/44654/Α5/2016) κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Τέλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ υποχρεώνει το υπουργείο Παιδείας να εγγράψει ως υπεράριθμο στην Ιατρική Σχολή υποψήφιο των Πανελλαδικών εξετάσεων 2016-2017 ο οποίος δεν εισήχθη, καθώς την θέση του κατέλαβε συνυποψήφιός του αθλητής με λιγότερα μόρια από εκείνον.
Εντός οκτώ μηνών πρέπει να συμμορφωθεί η κυβέρνηση στις δικαστικές αποφάσεις για αναδρομική αναπροσαρμογή των αποδοχών και των

