Κυκλοφορεί το Aυτοβιογραφικό Βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη με αναφορά στο Νησί Ημαθίας και στους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του Κύριο

Κυκλοφορεί το Aυτοβιογραφικό Βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη με αναφορά στο Νησί Ημαθίας και στους σημαντικότερους σταθμούς της διαδρομής του

Ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο το οποίο ρίχνει φως σε κάποια από τα σημαντικότερα των τελευταίων δεκαετιών είναι αυτό του υπουργού προστασίας του πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.

 

Με τον τίτλο: «Στον ίδιο δρόμο» το βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη περιγράφει την προσωπική και πολιτική διαδρομή του από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα.

 

Το βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη είναι μια εκ βαθέων εξομολόγηση και συγχρόνως ένα αποκαλυπτικό πανόραμα της Ελλάδας από τη δεκαετία του ’60 έως τις μέρες μας, με αναφορά σε όλα τα κρίσιμα γεγονότα και πρόσωπα που σημάδεψαν τη μεταπολιτευτική μας ιστορία.

 

Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ και η νίκη του στις εκλογές του ’81, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης, το σκάνδαλο Κοσκωτά, το «Μακεδονικό», η υπόθεση Οτσαλάν, η δεκαετία των μνημονίων, η τραγωδία της Marfin, το μεταναστευτικό, η κρίση του Έβρου, η Λερναία Ύδρα της ένοπλης βίας, η διασύνδεση της τρομοκρατίας με το κοινό και οργανωμένο έγκλημα, μεταξύ άλλων.

 

Σε πρώτο πρόσωπο, στο βιβλίο του, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ξεδιπλώνει ένα περιπετειώδες ταξίδι πολιτικών αγώνων και εμποδίων, δύσκολων στιγμών και αποφάσεων, μοιράζεται τις σκέψεις του για τον εκσυγχρονισμό και τον λαϊκισμό, τον προοδευτικό κόσμο και τον εξτρεμισμό, τη βαθιά πίστη του στον άνθρωπο και στους συλλογικούς αγώνες.

 

Οι προσφυγικές ρίζες, τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο Νησί της Ημαθίας, ένα χωριό της Κεντρικής Μακεδονίας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, η αγροτική ζωή και η σκληρή δουλειά στα χωράφια, τα πανηγύρια και οι γιορτές, η αγάπη για τη μουσική, τα νεανικά όνειρα, οι σπουδές στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.

 

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης περιγράφει τα παιδικά του χρόνια όταν μαζί με τον πατέρα του πήγαιναν στον ποταμό Αλιάκμονα, που απείχε γύρω στα δέκα χιλιόμετρα από το χωριό, φόρτωναν χαλίκι από τις όχθες και στη συνέχεια έστρωναν τους δρόμους, που ήταν χωμάτινοι και λασπώδεις

 

«Θυμάμαι», γράφει, «πως όταν ήμουν δεκατριών ετών και είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου από δισκοκήλη, που τον υποχρέωσε σε σαρανταήμερη ακινησία, εγώ αμέσως ανέλαβα τη θέση του. Επαιρνα κάθε μέρα το τρακτέρ και τη μεγάλη πλατφόρμα, όπου φόρτωνα κάπου πενήντα ανθρώπους και τους πήγαινα στα χωράφια για να μαζέψουν το βαμβάκι –δεν υπήρχαν ακόμα οι συλλεκτικές μηχανές και η δουλειά γινόταν με τα χέρια–, κι έπειτα γύριζα στο χωριό γιατί έπρεπε να πάρω το λεωφορείο και να πάω στο σχολείo».

 

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη θυμάται την φιλία του και την συνεργασία του με τον συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο αλλά και την μάχη κατά της τρομοκρατίας όταν ως υπουργός Δημόσιας Τάξης τότε εξάρθρωσε την 17Ν. Διηγείται ένα περιστατικό όταν μετά την έκρηξη στον Πειραιά, ο Κουφοντίνας είχε τρέξει στο διαμέρισμα, πήρε όσα λεφτά υπήρχαν εκεί για ώρα ανάγκης, γέμισε με νερό και χλωρίνη την μπανιέρα και βούτηξε όλον τον οπλισμό μέσα, νομίζοντας ότι έτσι θα σβήσει τα αποτυπώματα.

 

Μιλά και για τον θάνατο του υπασπιστή του Γιώργου Βασιλάκη από την έκρηξη μέσα στο υπουργείο. «Δεν γνώριζα ακόμα αν μας είχε χτυπήσει ρουκέτα απέξω ή έσκασε βόμβα δίπλα μας. Αλλά ότι είχε γίνει μεγάλο κακό, δεν χωρούσε αμφιβολία. Ηταν εφιαλτική η σκηνή που αντίκρισα μπαίνοντας στο γραφείο του. Ο ίδιος κειτόταν στο πάτωμα με το σώμα του διαμελισμένο. Η βόμβα είχε εκραγεί στα χέρια του. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την εικόνα του νεκρού υπασπιστή μου, που δεν αναγνωριζόταν, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω [...] »Ο θάνατος του Γιώργου Βασιλάκη στάθηκε για μένα ένα αβάσταχτο φορτίο ενοχών από το οποίο δεν μπορούσα να συνέλθω. Τούτη η τραγωδία με χάραξε βαθύτατα, έκανα μήνες ολόκληρους να μπορέσω να κοιμηθώ τη νύχτα. Σήμερα, νιώθω ακόμη μέσα μου να κουβαλάω αυτό το βάρος. Ενας αθώος άνθρωπος σκοτώθηκε στη θέση μου, αυτό δυστυχώς δεν αλλάζει και θα μείνει για πάντα ανεξίτηλη μαύρη κηλίδα στην ψυχή μου».

 

 

Μέσα σε 15 κεφάλαια ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ξεχωρίζει την περιγραφή της μάχης του με την τρομοκρατία και την επιτυχή εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη».

 

Στις 2 Φεβρουαρίου του 1999 τοποθετήθηκε στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

 

Δέκα ημέρες αργότερα, όπως περιγράφει στο κεφάλαιο «Στον λάκκο με τα φίδια», τον καλεί ο Σημίτης στο Μαξίμου.

 

«Εγώ τον ενημέρωσα για τα θέματα που ήδη είχα βάλει σε προτεραιότητα, της διαφθοράς και των παράνομων αλλοδαπών. Εκείνος μου είπε: "Καλά κάνεις με αυτά, αλλά με το θέμα της τρομοκρατίας ασχολήθηκες καθόλου; Ενημερώθηκες;". Μαγκωμένος
εγώ, απάντησα αρνητικά. "Κοίτα να δεις", είπε κοφτά, "η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας είναι το πρώτιστό σου θέμα. Και απολύτως επείγον».

 

«Γύρισα στο γραφείο μου και αμέσως φώναξα τον ταξίαρχο Φώτη Νασιάκο, προϊστάμενο ήδη από το 1996 της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας (ΔΑΕΕΒ), δηλαδή της Αντιτρομοκρατικής. Πρώτη φορά τον έβλεπα, ούτε το όνομά του είχα ακουστά. Τον ρώτησα: "Κύριε Νασιάκο, για πείτε μου, τι συμβαίνει με την τρομοκρατία; Τι γνωρίζετε, τι είναι αυτή
η ιστορία και γιατί έχει πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις;".


"Κύριε υπουργέ", μου απάντησε, "είναι γνωστά αυτά, πρόκειται για κάποιες ομάδες επαναστατών που δολοφονούν κόσμο". Με φώτισε!, σκέφτηκα. "Μάλιστα", του απάντησα, "αλλά εγώ άλλο ρωτάω. Θέλω να μάθω τι
ξέρουμε γι’ αυτούς"».

 

Η πρώτη του ωμή περιγραφή έρχεται με τη δολοφονία της Βιργινίας Κωνσταντίνου (σκοτώθηκε από βόμβα που είχαν τοποθετήσει έξω από το ξενοδοχείο Intercontinental).

 

«Το σώμα της ήταν γεμάτο θραύσματα από γυαλιά, που το είχαν ουσιαστικά διαλύσει, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Γιατί είναι διαφορετικό να διαβάζεις κάπου ή να ακούς μια είδηση για έναν νεκρό, και τελείως άλλο να τον δεις εσύ ο ίδιος. Εκεί συνειδητοποίησα ότι είχα την υποχρέωση να βρω τους δολοφόνους, αυτούς τους θρασύδειλους που ήταν τόσο ελεεινοί, ώστε να μην τους καίγεται καρφί που σκότωσαν ένα αθώο κορίτσι».

 

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, μετά από μία επίσκεψη του Περατικού στο γραφείο του που του αράδιασε φωτογραφίες με τον σκοτωμένο γιο του στο γραφείο του και τον «τάραξε βαθιά», άρχισε να συναντά τις οικογένειες των θυμάτων των τρομοκρατών «και να αντιλαμβάνομαι μέσα από τη δική τους οδύνη την ανθρώπινη διάσταση του θέματος. Εδώ υπήρχαν νεκροί, γυναίκες χωρίς σύζυγο, παιδιά χωρίς πατέρα, αδέρφια χωρίς αδερφό ή αδερφή».

 

Πώς έφθασαν στον Γιωτόπουλο πριν σκάσει η βόμβα στα χέρια του Ξηρού

 


Εξηγώντας πώς κινήθηκε την περίοδο πριν από την εξάρθρωση της 17Ν και πώς έφτασε σε αυτούς, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αναφέρει:

 

«Όσο περνούσε ο καιρός προσπαθούσα να σκέφτομαι πιο σφαιρικά, με τη βοήθεια των αρχείων της Αντιτρομοκρατικής, που βέβαια εκτείνονταν και σε προηγούμενες ενσαρκώσεις της και από εποχές διόλου δημοκρατικές, έκανα μια καταγραφή όλων των αντιφρονούντων εξόριστων Ελλήνων που έμεναν στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της χούντας.

 

Ο λόγος που είχε αρχίσει το ενδιαφέρον μας να εστιάζεται ειδικά στο Παρίσι ήταν ότι από την ανάλυση των προκηρύξεων που είχαν γίνει στην υπηρεσία, αλλά ακόμη και από δημοσιευμένες στον Τύπο απόψεις ανθρώπων που γνώριζαν το τότε κλίμα, έβγαινε το συμπέρασμα ότι οι προκηρύξεις μύριζαν Γαλλία, γαλλική παιδεία, γαλλική κουλτούρα, γαλλικές πολιτικές αντιλήψεις της εποχής εκείνης».

 

Συνεχίζοντας την αφήγηση, αποκαλύπτει: «Προς επίρρωσιν της ακρίβειας της λίστας μου, πήγα και συνάντησα τον Θόδωρο Πάγκαλο που είχε γίνει στο μεταξύ υπουργός Πολιτισμού. Η κουβέντα μας περιστράφηκε γύρω από όσους είχαν τότε εκδηλώσει ανοιχτά την πεποίθησή τους για ένοπλο αγώνα κατά της χούντας. Όσους μπορέσαμε τελικά να καταγράψουμε ως οπαδούς της ένοπλης βίας, αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Τι είχαν απογίνει μετά το τέλος της δικτατορίας, τι διαδρομή είχαν ακολουθήσει, πού βρίσκονταν τώρα και τι απόψεις εξέφραζαν;

 

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης την ημέρα που έσκασε η βόμβα στα χέρια το Ξηρού ήταν στη Βέροια, την ιδιαίτερη πατρίδα του.

 

Στο βιβλίο περιγράφει γλαφυρά πώς ενημερώθηκε ότι υπάρχουν υποψίες ότι ο τραυματίας είναι μέλος της «17 Νοέμβρη» και πώς οδηγώντας ο ίδιος με 200 χλμ./ώρα ήρθε από τη Βέροια στην Αθήνα μέσα στη νύχτα.

 

«Έτσι, το Σάββατο 29 Ιουνίου ήμουν στη Βέροια με καλούς φίλους από τα παλιά. Δείπνησα μαζί τους σε ένα ταβερνάκι και γύρω στις δέκα και μισή επέστρεψα κα­τάκοπος να ξεκουραστώ στο σπίτι που νοίκιαζα, σε έναν συνοικισμό στις παρυφές της πόλης. Λίγο μετά τις έντεκα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Νασιάκος, ο αρχηγός της αστυνομίας», με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να περιγράφει πώς άρχισαν να χτυπάνε καμπανάκια για το τι μπορεί να σήμαινε αυτό που μόλις είχε συμβεί.

 

Περιγράφει τα τηλεφωνήματά του με τον Νασιάκο που κλιμακωτά έφερναν αποκαλύψεις τόσο για το πόσο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι είχαν στα χέρια τους τον επίδοξο βομβιστή όσο και πώς σταδιακά αποκαλυπτόταν η σύνδεσή του με τη «17 Νοέμβρη».

 

Δύο ώρες μετά από εκείνο το πρώτο τηλεφώνημα και αφού περιγράφει πως για πρώτη φορά προσευχόταν για το καλό ενός τρομοκράτη, προκειμένου να ζήσει και να τους μιλήσει, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης περιγράφει την αντίδρασή του όταν ο Νασιάκος του είπε ότι ο ίδιος μαζί με τον Σύρο πίστευαν ότι είναι πιθανό σε ό,τι αφορά στην έκρηξη να πρόκειται για τη «17 Νοέμβρη».

 

«Δεν περίμενα να ακούσω περισσότερα. Έκανα έναν διπλό σκέτο καφέ, πέταξα λίγα ρούχα στον σάκο μου και μπήκα στο αυτοκίνητο. Δεν τηλεφώνησα καν στον υπη­ρεσιακό οδηγό που είχα στη Βέροια, ο οποίος θα κοιμόταν ήσυχος στο σπίτι του. Προτίμησα να οδηγήσω μόνος μου για να σκεφτώ. Έφυγα λίγο μετά τις δύο τη νύχτα. Το αμάξι ήταν ένα δυνατό Audi και πάτησα το γκάζι φουλ. Οδηγούσα με διακόσια μιλώντας παράλληλα συνεχώς σε ανοιχτή ακρόαση με τον Νασιάκο, που μου μετέφερε νεότερα για την κατάσταση του τραυματία. Κινδύνευε άμεσα η ζωή του, καθώς η βόμβα είχε σκάσει στα χέρια του, και ήταν απορίας άξιο πώς δεν σκοτώθηκε ακαριαία».

 

 

Και λίγο παρακάτω συνεχίζει:

 

«Στο ύψος του Καραβόμυλου με σταμάτησε η Τροχαία. Με ρώτησε ο τροχονόμος γιατί έτρεχα σαν παλαβός κι εγώ, νομίζοντας ότι με αναγνώρισε, του είπα ότι είχε συμβεί κάτι εξαιρετικά επείγον στον Πειραιά και έπρε­πε να βρίσκομαι χαράματα στην Αθήνα. Αλλά κατάλα­βα ότι ο άνθρωπος δεν ήξερε με ποιον μιλάει από την επόμενη ερώτησή του. "Πόσο σημαντικό πια είναι αυτό το περιστατικό, ρε παιδί μου;". "Πού να σου εξηγώ τώ­ρα, χριστιανέ μου;", του είπα ανυπόμονα, εξαιρετικά αγχωμένος. Εκείνος αμφιταλαντεύτηκε και, καταλαβαί­νοντας ότι δεν είμαι μεθυσμένος, με άφησε να φύγω».

 

[...]

 

«Στο γραφείο με περίμενε ο αρχηγός. Μου επανέλαβε με μεγαλύτερη βεβαιότητα αυτό που μου είχε πει και στο τηλέφωνο: "Ο Κυριακάκης, προϊστάμενος του εγκληματολογικού εργαστηρίου, είναι πεπεισμένος ότι έχουμε "17 Νοέμβρη". Οι πυροτεχνουργοί του είναι σίγουροι, η βόμβα είναι καρμπόν των βομβών της οργάνωσης"».

 

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης περιγράφει στη συνέχεια τη στιγμή που ο επικεφαλής των εγκληματολογικών εργαστηρίων ανακοίνωσε σε εκείνον, στον Νασιάκο, στον Σύρο και στον Διώτη ότι αποτύπωμα του Σάββα Ξηρού είχε εντοπιστεί στο αυτοκίνητο που είχαν χρησιμοποιήσει οι τρομοκράτες της 17Ν στη δολοφονία του Κωστή Περατικού, στον Πειραιά, τον Μάιο του 1997.

 

«Ήρθε ο Κυριακάκης με τη φωνή του να τρέμει ότι το αποτύπωμα του Ξηρού ήταν ίδιο με αυτό που είχε βρεθεί σε μια πλαστική σακούλα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της δολοφονίας Περατικού που είχαν εγκαταλείψει οι δράστες. Αυτό ήταν το απόλυτο αποδεικτικό στοιχείο ότι είχαμε επιτέλους στο χέρι τη 17Ν. Οι στιγμές που ακολούθησαν ήταν συγκλονιστικές, όταν βουρκωμένοι αγκαλιαζόμασταν, κλαίγαμε από τη χαρά, αλλά και την ένταση που ξεσπούσε, λυγισμένοι από το βάρος της μεγάλης αποκάλυψης», γράφει ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης.

 

Σε άλλο απόσπασμα αναφέρεται και στα όσα αποκάλυψε ο Σάββας Ξηρός:

 

«Τη μεγαλύτερη αγωνία μού την προκάλεσε η είδηση ότι ο Σάββας Ξηρός, αν και είχε ήδη συνέλθει εδώ και κά­ποιες ώρες, δεν μιλούσε. Ευτυχώς, υπεύθυνος της ανά­κρισής του ήταν ο Στέλιος Σύρος, ο καταλληλότερος δηλαδή άνθρωπος να ξεκλειδώσει τα επτασφράγιστα μυστικά του. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε και την ορ­θότητα του βασικότερου κριτηρίου που με είχε οδηγήσει στην απόφαση να τον τοποθετήσω επικεφαλής της Αντιτρομοκρατικής: η ικανότητά του να αποσπά ομολογίες και πληροφορίες από τους συλληφθέντες. Χάρη σ’ αυτόν λοιπόν, Παρασκευή βράδυ, ο Ξηρός έδειξε τα πρώτα σημεία διάθεσης να μιλήσει...».

 

«Στις συζητήσεις του ο Σάββας αβίαστα παραδέχτηκε ότι ήταν βασικό εκτελεστικό μέλος της 17Ν, ότι είχε συμμετάσχει σε εκτελέσεις, σε ληστείες, στην κλοπή των ρου­κετών από το στρατόπεδο του Συκουρίου. Αυτό που δεν μας έδινε ήταν τα πραγματικά ονόματα των συνεργών του».

 

Και «Η περιπέτεια συνεχίζεται» για τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, όπως είναι και ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου του, από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που βρίσκεται σήμερα.

Alexandriamou.gr
Δημοσιογραφική Ενημερωτική Ηλεκτρονική Εφημερίδα
Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας